τοκέων

τοκέων
τοκάω
to be near delivery
pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
τοκεύς
one who begets
masc gen pl
τοκέω̆ν , τοκεύς
one who begets
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τοκεών — ῶνος, ὁ, Α τοκεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + επίθημα εών (πρβλ. βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • τοκεῶνας — τοκεών parent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεῶνε — τοκεών parent masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεῶνος — τοκεών parent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοκεώνων — τοκεών parent masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”